LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Goof-proof
/ɡˈuːfpɹˈuːf/
/ɡˈuːfpɹˈuːf/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "goof-proof"
to goof-proof
ΡΉΜΑ
01
proof against human misuse or error
word family
goof-proof
goof-proof
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
goof-off
goof off
goof
gooey
goodyera
goofball
goofing off
goofproof
goofy
google
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App