Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Absenteeism
01
απουσιολογία
the habitual or prolonged absence of individuals from their duties or obligations, typically without valid reasons
Παραδείγματα
The company 's productivity suffered due to high rates of absenteeism among its employees.
Η παραγωγικότητα της εταιρείας υπέφερε λόγω των υψηλών ποσοστών απουσίας μεταξύ των εργαζομένων της.
Absenteeism became a significant concern for the school when many students started missing classes regularly.
Η απουσία έγινε σημαντική ανησυχία για το σχολείο όταν πολλοί μαθητές άρχισαν να λείπουν τακτικά από τα μαθήματα.
Λεξικό Δέντρο
absenteeism
absentee



























