Absentee
volume
British pronunciation/ˌæbsəntˈiː/
American pronunciation/ˌæbsənˈti/

Ορισμός και Σημασία του "absentee"

01

someone who is not present at school, work, etc. when they are supposed to be

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store