Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Girder
01
δοκός, επικάλυμμα
a long and thick metal bar used to build bridges or form the frame of large structures such as buildings
Λεξικό Δέντρο
girder
gird
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δοκός, επικάλυμμα
Λεξικό Δέντρο