Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gingerly
01
προσεκτικά, με προσοχή
in a very careful or cautious manner, especially to avoid harm or discomfort
Παραδείγματα
She stepped gingerly across the icy sidewalk.
Περπάτησε προσεκτικά στον παγωμένο πεζόδρομο.
He gingerly placed the fragile vase on the shelf.
Έβαλε προσεκτικά το εύθραυστο βάζο στο ράφι.
gingerly
Παραδείγματα
She took a gingerly step onto the creaking floorboard.
Έκανε ένα προσεκτικό βήμα πάνω στην τρίζουσα σανίδα.
His gingerly touch showed how delicate the operation was.
Το προσεκτικό του άγγιγμα έδειξε πόσο λεπτή ήταν η επέμβαση.



























