Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gingery
01
καστανοκόκκινο, τζίντζερ
(used especially of hair or fur) being reddish-brown in color
02
τζιντζερένιος, με γεύση τζίντζερ
tasting like ginger
Λεξικό Δέντρο
gingery
ginger
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καστανοκόκκινο, τζίντζερ
τζιντζερένιος, με γεύση τζίντζερ
Λεξικό Δέντρο