Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Absconder
01
δραπέτης, φυγάς
a person who secretly escapes or flees, typically to avoid arrest, legal prosecution, or other legal obligations
Παραδείγματα
As an absconder, he lived under false identities to avoid prosecution for his crimes.
Ως δραπέτης, έζησε με ψεύτικες ταυτότητες για να αποφύγει τη δίωξη για τα εγκλήματά του.
Police are searching for the absconder who disappeared after being charged with fraud.
Η αστυνομία αναζητά τον δραπέτη που εξαφανίστηκε αφού κατηγορήθηκε για απάτη.
Λεξικό Δέντρο
absconder
abscond



























