Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Answering machine
01
απαντητήρας, μηχανή απάντησης
a machine that answers missed calls and records the messages callers leave
Dialect
American
Παραδείγματα
She checked her answering machine for messages after coming home.
Έλεγξε το τηλεφωνητή της για μηνύματα αφού γύρισε σπίτι.
He set up his answering machine to greet callers with a friendly message.
Ρύθμισε τον απαντητή του να καλωσορίζει τους καλούντες με ένα φιλικό μήνυμα.



























