
Αναζήτηση
anonymously
01
ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της
without revealing one's identity or name
Example
She submitted the feedback anonymously to encourage honest responses.
Υπέβαλε την ανατροφοδότηση ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της για να ενθαρρύνει ειλικρινείς απαντήσεις.
The charitable donation was made anonymously to avoid public acknowledgment.
Η φιλανθρωπική δωρεά έγινε ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της, ώστε να αποφευχθεί η δημόσια αναγνώριση.
word family
anonym
Noun
anonymous
Adjective
anonymously
Adverb