Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anomalously
01
ανώμαλα
in a manner that deviates from what is standard, normal, or expected
Παραδείγματα
The results of the experiment were anomalously different from previous trials.
Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν ανώμαλα διαφορετικά από τις προηγούμενες δοκιμές.
She performed anomalously well in the competition, considering her lack of experience.
Παρουσίασε ανώμαλα καλή απόδοση στον διαγωνισμό, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη εμπειρίας της.



























