Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
generative
01
γενετικός, παραγωγικός
capable of producing something else, often in a creative or productive manner
Παραδείγματα
The generative process of brainstorming led to innovative solutions.
Η γεννητική διαδικασία της ομαδικής συζήτησης οδήγησε σε καινοτόμες λύσεις.
His generative ideas sparked a wave of creativity within the team.
Οι γενετικές ιδέες του πυροδότησαν ένα κύμα δημιουργικότητας στην ομάδα.
02
γεννητικός, παραγωγικός
producing new life or offspring
Λεξικό Δέντρο
degenerative
generative
gener



























