Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Generator
01
γεννήτρια, εναλλάκτης
a machine that produces electricity by converting mechanical energy into electrical energy
Παραδείγματα
The hydroelectric generator harnesses the power of flowing water to produce electricity for nearby communities.
Ο υδροηλεκτρικός γεννήτρια αξιοποιεί την ενέργεια του ρέοντος νερού για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για τις γύρω κοινότητες.
Wind turbines use generators to convert the kinetic energy of wind into electrical energy.
Οι ανεμογεννήτριες χρησιμοποιούν γεννήτριες για να μετατρέπουν την κινητική ενέργεια του ανέμου σε ηλεκτρική ενέργεια.
02
γεννήτρια, ταλαντωτής
an electronic device for producing a signal voltage, often used in testing or for creating specific electrical waveforms
Παραδείγματα
The engineer used a generator to create a sine wave signal for the test circuit.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε έναν γεννήτρια για να δημιουργήσει ένα ημιτονοειδές σήμα για το κύκλωμα δοκιμής.
A signal generator is essential when calibrating communication equipment.
Ένας γεννήτρια σημάτων είναι απαραίτητος κατά τη βαθμονόμηση του εξοπλισμού επικοινωνίας.
03
γεννήτρια, ατμογεννήτρια
a device that creates gas or vapor by converting energy from another source
Παραδείγματα
The steam generator heated the water to produce high-pressure vapor for the turbines.
Ο γεννήτρια ατμού θέρμανε το νερό για να παράγει ατμό υψηλής πίεσης για τις τουρμπίνες.
The laboratory uses a gas generator to supply oxygen during experiments.
Το εργαστήριο χρησιμοποιεί έναν γεννήτορα αερίου για την παροχή οξυγόνου κατά τη διάρκεια των πειραμάτων.
04
πρωτοβουλιαστής, γεννήτρια
a person who initiates an action, idea, or process
Παραδείγματα
She was the main generator of ideas during the brainstorming session.
Ήταν ο κύριος παραγωγός ιδεών κατά τη διάρκεια της συνεδρίας stormας ιδεών.
As the project 's generator, he inspired the team to pursue innovative solutions.
Ως γεννήτρια του έργου, ενέπνευσε την ομάδα να ακολουθήσει καινοτόμες λύσεις.
Λεξικό Δέντρο
generator
generate
gener



























