Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
GCSE
01
GCSE, ένα σύνολο εξετάσεων που δίνουν οι μαθητές στην Αγγλία
a set of exams taken by students in England, Wales, and Northern Ireland, usually at the age of 16, marking the completion of their secondary education
Παραδείγματα
She studied diligently for her GCSEs, aiming to achieve high grades in all subjects.
Μελέτησε επιμελώς για τα GCSE της, με στόχο να επιτύχει υψηλούς βαθμούς σε όλα τα μαθήματα.
Students typically take GCSEs in a variety of subjects, including mathematics, English, and science.
Οι μαθητές συνήθως δίνουν GCSE σε μια ποικιλία μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών, της αγγλικής γλώσσας και των επιστημών.



























