Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to gas up
01
γεμίζω βενζίνη, βάζω καύσιμα
fill with gasoline
02
εξυμνώ, ενθαρρύνω
to praise, hype, or boost someone's confidence
Παραδείγματα
Everyone was gassing him up after his amazing presentation.
Όλοι τον επαινούσαν μετά την εκπληκτική του παρουσίαση.
She gassed up her friend for finally finishing the marathon.
Εκείνη ενθάρρυνε τη φίλη της για το ότι τελικά τελείωσε το μαραθώνιο.



























