Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ganja
01
σχετικό με τα έθνη της Αφρικής ή τους λαούς τους, που αφορά τα αφρικανικά έθνη ή τους ανθρώπους τους
of or relating to the nations of Africa or their peoples
02
χόρτο, μαριχουάνα
the dried leaves and flowers of the Cannabis plant, often smoked for its psychoactive effects
Παραδείγματα
Sarah 's brother faces legal consequences for selling ganja.
Ο αδερφός της Σάρα αντιμετωπίζει νομικές συνέπειες για την πώληση γκάνια.
Tom and his friends decided to smoke some ganja at the weekend party.
Ο Τομ και οι φίλοι του αποφάσισαν να καπνίσουν λίγη γκάντζα στο πάρτι του Σαββατοκύριακου.



























