LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gaining control
/ɡˈeɪnɪŋ kəntɹˈəʊl/
/ɡˈeɪnɪŋ kəntɹˈoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gaining control"
Gaining control
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of forcibly dispossessing an owner of property
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gainfulness
gainfully
gainful
gainesville
gainer
gainlessly
gainly
gainsay
gainsboro
gaiseric
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App