Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gainfully
01
κερδοφόρα, επικερδώς
in a manner resulting in financial gain
Παραδείγματα
Despite the economic challenges, she managed to work gainfully and support her family.
Παρά τις οικονομικές προκλήσεις, κατάφερε να εργαστεί κερδοφόρα και να στηρίξει την οικογένειά της.
The entrepreneur sought to invest in projects that would contribute gainfully to both society and his business.
Ο επιχειρηματίας επιδίωξε να επενδύσει σε έργα που θα συνέβαλλαν κερδοφόρα τόσο στην κοινωνία όσο και στην επιχείρησή του.
Λεξικό Δέντρο
gainfully
gainful
gain



























