Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gaga
01
τρελός, παθιασμένος
extremely enthusiastic or obsessed, often romantically
Παραδείγματα
The crowd went gaga when the celebrity walked in.
Το πλήθος τρελάθηκε όταν μπήκε η διασημότητα.
She ’s totally gaga over that new actor.
Είναι εντελώς τρελή για αυτόν τον νέο ηθοποιό.
02
πρεσβύτερος, γερομπασμένος
mentally or physically infirm with age



























