LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Futilely
/fjˈuːtaɪlli/
/fjˈuːɾəlli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "futilely"
futilely
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a way that fails to produce the desired result or level of success
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
futile
fusty
fustigate
fustian
fussy
futility
futon
futsal
futtock shroud
future
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App