Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Funds
01
κονδύλια, κεφάλαια
assets held in the form of money, available for spending or investment
Παραδείγματα
The company transferred funds to pay its suppliers.
Η εταιρεία μεταβίβασε κονδύλια για να πληρώσει τους προμηθευτές της.
The charity raised funds for disaster relief.
Η φιλανθρωπική οργάνωση συγκέντρωσε κεφάλαια για την παροχή βοήθειας σε καταστροφές.



























