Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
full-grown
01
ενήλικας, πλήρως ανεπτυγμένος
having reached one's maximum size or maturity
Παραδείγματα
The full-grown oak tree provided ample shade in the backyard.
Η ενήλικη δρυς παρείχε άφθονη σκιά στην πίσω αυλή.
The full-grown lion roamed majestically across the savannah.
Το ενήλικο λιοντάρι περιφερόταν μεγαλοπρεπώς στην σαβάνα.



























