Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
full-fledged
01
πλήρους διακρίσεως, πλήρως καταρτισμένος
having achieved full status or maturity in a particular role or position
Παραδείγματα
After completing his training, he became a full-fledged member of the team.
Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του, έγινε πλήρες μέλος της ομάδας.
She is now a full-fledged doctor after completing her medical residency.
Είναι τώρα μια πλήρης γιατρός μετά την ολοκλήρωση της ιατρικής της ειδίκευσης.
02
πλήρως ανεπτυγμένο, με πλήρες ενήλικο πτέρωμα
(of a bird) having reached full development with fully grown adult plumage; ready to fly



























