Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fretful
01
ευερέθιστος, ανήσυχος
irritable or agitated, often expressing dissatisfaction or annoyance with trivial matters
Παραδείγματα
The fretful customer complained incessantly about the slightest imperfection in the product, demanding a refund.
Ο ευέξαπτος πελάτης παραπονιόταν ασταμάτητα για τη μικρότερη ατέλεια στο προϊόν, απαιτώντας επιστροφή χρημάτων.
The fretful passenger grumbled about the delayed flight, despite the airline's efforts to provide updates and assistance.
Ο ευερέθιστος επιβάτης γκρίνιαξε για την καθυστερημένη πτήση, παρά τις προσπάθειες της αεροπορικής εταιρείας να παρέχει ενημερώσεις και βοήθεια.
02
ανήσυχος, ανησυχητικός
restless due to worry
Παραδείγματα
She grew fretful as the storm clouds gathered overhead.
The fretful dog paced around the room during the fireworks.
Το ανήσυχο σκυλί περπατούσε στο δωμάτιο κατά τη διάρκεια των πυροτεχνημάτων.
Λεξικό Δέντρο
fretfully
fretfulness
fretful
fret



























