Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Freestyle
01
ελεύθερο, κρόουλ
a race where swimmers can use any stroke style they prefer, typically the front crawl, known for its speed and efficiency
Παραδείγματα
Freestyle allows for creativity in stroke technique and pacing strategies.
Το ελεύθερο επιτρέπει τη δημιουργικότητα στην τεχνική της κολύμβησης και στις στρατηγικές ρυθμού.
She competed in freestyle throughout her swimming career.
Αγωνίστηκε στο ελεύθερο σε όλη την καριέρα της στην κολύμβηση.
Λεξικό Δέντρο
freestyle
free
style



























