LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fossorial mammal
/fəsˈɔːɹɪəl mˈaməl/
/fəsˈoːɹɪəl mˈæməl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "fossorial mammal"
Fossorial mammal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a burrowing mammal having limbs adapted for digging
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fossorial foot
fossorial
fossilology
fossilized
fossilize
foster
foster brother
foster care
foster child
foster daughter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App