LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fossilized
/fˈɒsəlˌaɪzd/
/ˈfɑsəˌɫaɪzd/
fossilised
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "fossilized"
fossilized
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
set in a rigidly conventional pattern of behavior, habits, or beliefs
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fossilize
fossilization
fossilist
fossiliferous
fossil oil
fossilology
fossorial
fossorial foot
fossorial mammal
foster
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App