Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fossil
01
απολίθωμα, απολιθωμένα λείψανα
the preserved remains or traces of ancient plants, animals, or other organisms found in rock
Παραδείγματα
The fossil of a dinosaur was discovered in the desert.
Το απολίθωμα ενός δεινοσαύρου ανακαλύφθηκε στην έρημο.
She studied the fossil to learn about prehistoric life.
Μελέτησε το απολίθωμα για να μάθει για την προϊστορική ζωή.
02
απολίθωμα, δεινόσαυρος
someone whose style is out of fashion
fossil
01
απολίθωμα, χαρακτηριστικό ενός απολιθώματος
characteristic of a fossil
Λεξικό Δέντρο
fossilist
fossilize
microfossil
fossil



























