LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Forward-moving
/fˈɔːwədmˈuːvɪŋ/
/fˈoːɹwɚdmˈuːvɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "forward-moving"
forward-moving
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
progressing or advancing in a positive or purposeful direction
advancing
forward
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
forward-looking
forward planning
forward passer
forward pass
forward motion
forward-thinking
forwarding
forwarding address
forwardness
forwards
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App