Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to forswear
01
επίσημα απαρνούμαι, απαρνούμαι με όρκο
to formally reject something, often a belief, behavior, or allegiance
Παραδείγματα
He vowed to forswear violence after years of conflict.
Ορκίστηκε να αποκηρύξει τη βία μετά από χρόνια σύγκρουσης.
The monk forswore all worldly possessions upon entering the monastery.
Ο μοναχός απαρνήθηκε όλες τις κοσμικές κτήσεις κατά την είσοδό του στο μοναστήρι.
Λεξικό Δέντρο
forswearing
forswear



























