Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Formative
01
μορφοποιητικό, μορφοποιητική μονάδα
minimal language unit that has a syntactic (or morphological) function
formative
01
διαμορφωτικός, πλαστικός
influencing the development or growth of something else, particularly during a crucial period
Παραδείγματα
Her experiences during childhood were formative in shaping her personality.
Οι εμπειρίες της κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ήταν διαμορφωτικές για το χαρακτήρα της.
The early years of education are crucial for a child 's formative development.
Τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης είναι κρίσιμα για την διαμορφωτική ανάπτυξη ενός παιδιού.
02
διαμορφωτικός, δημιουργικός
capable of forming new cells and tissues
Λεξικό Δέντρο
formative
form



























