Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Forklift
01
αρθρωτό φορτωτή, ανυψωτικό με πηρούνι
a powerful truck with forks at the front that is used to lift and move heavy materials, commonly found in places like warehouses and construction sites
Παραδείγματα
The warehouse worker used the forklift to move large pallets of goods to the storage area.
Ο εργαζόμενος στην αποθήκη χρησιμοποίησε το ανατρεπόμενο φορτηγάκι για να μετακινήσει μεγάλες παλέτες εμπορευμάτων στην αποθηκευτική περιοχή.
He drove the forklift carefully to avoid hitting any obstacles in the narrow aisle.
Οδήγησε το φορτωτήρα προσεκτικά για να αποφύγει να χτυπήσει εμπόδια στο στενό διάδρομο.
Λεξικό Δέντρο
forklift
fork
lift



























