Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
forbearing
01
υπομονετικός, ανεκτικός
showing patient and unruffled self-control and restraint under adversity; slow to retaliate or express resentment
Λεξικό Δέντρο
unforbearing
forbearing
forbear
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπομονετικός, ανεκτικός
Λεξικό Δέντρο