Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Foe
01
εχθρός, αντίπαλος
a member of an opposing armed force
Παραδείγματα
Soldiers prepared to defend their position against the advancing foe.
Οι στρατιώτες προετοιμάστηκαν να υπερασπιστούν τη θέση τους ενάντια στον προελαύνοντα εχθρό.
Armies must anticipate the strategies of a cunning foe.
Παραδείγματα
He considered his former colleague a lifelong foe.
Θεωρούσε τον πρώην συνάδελφό του ως εχθρό για όλη τη ζωή.
The two rivals were bitter foes in both business and politics.
Οι δύο αντίπαλοι ήταν πικροί εχθροί τόσο στην επιχείρηση όσο και στην πολιτική.



























