Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
floaty
01
επιπλέων, ελαφρύς
able to stay on the surface of a liquid or drift in the air due to having little weight
Παραδείγματα
The floaty petals of the cherry blossoms landed on the pond.
Τα επιπλέοντα πέταλα των ανθών της κερασιάς προσγειώθηκαν στη λίμνη.
She wore a floaty sundress that billowed in the breeze.
Φορούσε ένα αιωρούμενο καλοκαιρινό φόρεμα που φούσκωνε στο αεράκι.
Λεξικό Δέντρο
floaty
float



























