Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to flog
01
μαστιγώνω, δέρνω με ραβδί
to beat someone harshly using a rod or whip
Transitive: to flog sb
Παραδείγματα
The oppressive regime would flog dissenters in public as a warning.
Το καταπιεστικό καθεστώς μαστίγωνε τους διαφωνούντες δημόσια ως προειδοποίηση.
In historical times, criminals were often flogged for their offenses.
Στις ιστορικές εποχές, οι εγκληματίες συχνά μαστιγώνονταν για τα αδικήματά τους.
Λεξικό Δέντρο
flogger
flogging
flog



























