LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fitted
/fˈɪtɪd/
/ˈfɪtəd/, /ˈfɪtɪd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "fitted"
fitted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
τοποθετημένος
(of clothes) made in a way that closely covers the body
02
τοποθετημένος
(of a room) equipped with a set of matching furniture fixed in their places, such as cupboards
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App