Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
financial
01
οικονομικός, χρηματοοικονομικός
related to money or its management
Παραδείγματα
The company 's financial performance improved after implementing cost-saving measures.
Η χρηματοοικονομική απόδοση της εταιρείας βελτιώθηκε μετά την εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης κόστους.
The family faced financial difficulties after the breadwinner lost their job.
Η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες αφού ο οικονομικός προστάτης έχασε τη δουλειά του.
Λεξικό Δέντρο
financially
nonfinancial
financial
finance



























