Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Finalist
01
τελικός
a participant who has reached the final stage or round of a competition
Παραδείγματα
The finalist prepared diligently for the championship match.
Ο τελικός προετοιμάστηκε επιμελώς για τον αγώνα πρωταθλήματος.
During the tournament, the finalist demonstrated exceptional skill and determination.
Κατά τη διάρκεια του τουρνουά, ο τελικός επέδειξε εξαιρετική ικανότητα και αποφασιστικότητα.
Λεξικό Δέντρο
semifinalist
finalist
final



























