Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Financing
01
χρηματοδότηση, κεφάλαια
the money needed to operate a business, project, or activity
Dialect
American
Παραδείγματα
The company secured financing to launch its new product.
Η εταιρεία εξασφάλισε χρηματοδότηση για την κυκλοφορία του νέου της προϊόντος.
She obtained financing from a bank to start her business.
Πήρε χρηματοδότηση από μια τράπεζα για να ξεκινήσει την επιχείρησή της.
02
χρηματοδότηση, επιχορήγηση
the act of providing a sum of money for running a business, activity, project, or individual needs, typically through loans, investments, etc.
Dialect
American
Παραδείγματα
Government financing supports infrastructure projects like road construction and public transportation improvements.
Η κυβερνητική χρηματοδότηση υποστηρίζει έργα υποδομής όπως η κατασκευή δρόμων και οι βελτιώσεις στις δημόσιες συγκοινωνίες.
Small businesses often seek financing from banks or alternative lenders to fund day-to-day operations and growth initiatives.
Οι μικρές επιχειρήσεις αναζητούν συχνά χρηματοδότηση από τράπεζες ή εναλλακτικούς δανειστές για να χρηματοδοτήσουν τις καθημερινές λειτουργίες και τις πρωτοβουλίες ανάπτυξης.
Λεξικό Δέντρο
financing
finance



























