Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Filly
01
αλογίνα, νεαρή θηλυκό άλογο
a horse that is female and young, particularly one that is younger than four
Παραδείγματα
The filly was full of energy as she galloped around the field.
Η φοράδα ήταν γεμάτη ενέργεια καθώς έτρεχε γύρω από το χωράφι.
The trainer was impressed by how fast the filly improved in her training.
Ο προπονητής εντυπωσιάστηκε από το πόσο γρήγορα η φοράδα βελτιώθηκε στην προπόνησή της.



























