Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
filled
01
γεμάτος, στουμπωμένος
containing as much as possible of something inside
Παραδείγματα
The filled backpack barely zipped shut.
Ο γεμάτος σακίδιο μόλις και μετά βίας κλείνει.
She handed me a filled water bottle before the hike.
Μου έδωσε ένα γεμάτο μπουκάλι νερό πριν από την πεζοπορία.
02
συμπληρωμένος, ολοκληρωμένος
of purchase orders that have been filled
03
απασχολημένος, γεμάτος
(of time) taken up
Λεξικό Δέντρο
overfilled
unfilled
filled
fill



























