Fiancee
volume
British pronunciation/fɪˈɒnseɪ/
American pronunciation/fiˈænsi/
fiancée

Ορισμός και Σημασία του "fiancee"

01

a woman who is engaged to someone

fiancee definition and meaning

fiancee

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store