Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fend
01
αντέχω, αντιστέκομαι
withstand the force of something
02
τα βγάζω πέρα, προσπαθώ να τα βγάλω πέρα χωρίς βοήθεια
try to manage without help
Λεξικό Δέντρο
fender
fend
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αντέχω, αντιστέκομαι
τα βγάζω πέρα, προσπαθώ να τα βγάλω πέρα χωρίς βοήθεια
Λεξικό Δέντρο