fencer
fen
ˈfɛn
φεν
cer
sər
σαρ
British pronunciation
/fˈɛnsɐ/

Ορισμός και σημασία του "fencer"στα αγγλικά

01

ξιφομάχος, αθλητής ξιφασκίας

an athlete who participates in the sport of fencing
example
Παραδείγματα
The fencer's concentration and focus were key to winning crucial points.
Η συγκέντρωση και η εστίαση του ξιφομάχου ήταν καθοριστικές για τη νίκη σε κρίσιμα σημεία.
The fencer adjusted her strategy based on her opponent's fencing style.
Η ξιφομάχος προσάρμοσε τη στρατηγική της με βάση το στυλ ξιφασκίας του αντιπάλου της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store