Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fencer
01
ξιφομάχος, αθλητής ξιφασκίας
an athlete who participates in the sport of fencing
Παραδείγματα
The fencer's concentration and focus were key to winning crucial points.
Η συγκέντρωση και η εστίαση του ξιφομάχου ήταν καθοριστικές για τη νίκη σε κρίσιμα σημεία.
The fencer adjusted her strategy based on her opponent's fencing style.
Η ξιφομάχος προσάρμοσε τη στρατηγική της με βάση το στυλ ξιφασκίας του αντιπάλου της.
Λεξικό Δέντρο
fencer
fence



























