Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fen
01
βάλτος, υγρότοπος
low-lying wet land with grassy vegetation; usually is a transition zone between land and water
02
φεν, εκατοστό του γιουάν
100 fen equal 1 yuan in China
Λεξικό Δέντρο
fennic
fen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βάλτος, υγρότοπος
φεν, εκατοστό του γιουάν
Λεξικό Δέντρο