Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
felonious
01
εγκληματικός, σχετικός με το έγκλημα
relating to or having the characteristic of a crime
Παραδείγματα
The investigation revealed a trail of felonious activities conducted by the criminal organization.
Η έρευνα αποκάλυψε ένα ίχνος εγκληματικών δραστηριοτήτων που διεξήχθησαν από την εγκληματική οργάνωση.
The court found the defendant guilty of felonious arson, as he intentionally set fire to the property in order to collect insurance money.
Το δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο για εγκληματική εμπρησμό, καθώς έβαλε εσκεμμένα φωτιά στην ιδιοκτησία για να εισπράξει χρήματα ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Λεξικό Δέντρο
felonious
felony
felon



























