Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fellowship
01
εταιρικότητα, αδελφότητα
the state of companionship or mutual support among members of a group
02
κοινότητα, αδελφότητα
a community of shared interest, activity, or purpose
03
υποτροφία, επιχορήγηση
a financial award or grant provided to support research, study, or professional development, often in academia or a specific field of study
Παραδείγματα
She was awarded a fellowship to conduct research abroad for a year.
Της απονεμήθηκε μια υποτροφία για να διεξάγει έρευνα στο εξωτερικό για ένα χρόνο.
The fellowship provided funding for graduate students to pursue advanced degrees in their chosen field.
Η υποτροφία παρείχε χρηματοδότηση σε μεταπτυχιακούς φοιτητές για να ακολουθήσουν προχωρημένους τίτλους στον επιλεγμένο τους τομέα.
Λεξικό Δέντρο
fellowship
fellow



























