LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fast-growing
/fˈastɡɹˈəʊɪŋ/
/fˈæstɡɹˈoʊɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "fast-growing"
fast-growing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
tending to spread quickly
word family
fast-growing
fast-growing
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fast-forward
fast-footed
fast-food restaurant
fast-flying
fast-breaking
fast-moving
fast-paced
fast-track
fastback
fastball
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App