Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fashion designer
/fˈæʃən dɪzˈaɪnɚ/
/fˈaʃən dɪzˈaɪnə/
Fashion designer
01
σχεδιαστής μόδας, στυλίστας
a person who designs stylish clothes
Παραδείγματα
At the workshop, the fashion designer taught students about sustainable materials.
Στο εργαστήριο, ο σχεδιαστής μόδας δίδαξε στους μαθητές για τα βιώσιμα υλικά.
He wants to become a famous fashion designer someday.
Θέλει να γίνει ένας διάσημος σχεδιαστής μόδας κάποια μέρα.



























