Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fascist
01
φασιστικός, σχετικός με τον φασισμό
relating to an authoritarian and nationalistic political ideology that seeks centralized control and suppresses opposition
Παραδείγματα
The fascist regime implemented strict censorship laws to control public discourse.
Το φασιστικό καθεστώς εφάρμοσε αυστηρούς νόμους λογοκρισίας για να ελέγξει τη δημόσια συζήτηση.
Fascist leaders often use propaganda to promote nationalist and militaristic ideals.
Οι φασιστές ηγέτες συχνά χρησιμοποιούν προπαγάνδα για την προώθηση εθνικιστικών και στρατοκρατικών ιδεωδών.
Fascist
01
φασίστας, υποστηρικτής του φασισμού
an adherent of fascism or other authoritarian views



























